Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Διήγημα που περιγράφει τη φυσική ομορφιά του Βελβεντού-1933

Από τη σελίδα του στο facebook του Θανάση Τσαρμανίδη
Ένα από τα πρώτα μετά την απελευθέρωση άγνωστα περιγραφικά λογοτεχνήματα για την περιοχή είναι και το μικρό διήγημα του Κοζανίτη Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου το 1933 με τίτλο " Ο Συνένοχος " .
Το ακατέργαστο αυτό διήγημα περιγράφει εν μέρει την φυσική ομορφιά της περιοχής του Βελβεντού με τους κατοίκους του οποίου ο συγγραφέας πιθανότατα είχε εμπορικές σχέσεις ως μεσίτης η αγοραστής των προιόντων τους ,αυτό ίσως εξηγεί και το γεγονός ότι ο Παπακωνσταντίνου δεν αναφέρεται στην παραδοσιακή φιλεργατικότητα των κατοίκων αλλά εξαντλείται στην
" θαυματουργική " περιγραφή των νερών και αποκαλεί τους κατοίκους γκρινιάρηδες….νερών που η αξιοποίηση τους είχε γίνει με σκληρή και πρωτοπόρα ανθρώπινη εργασία και κατοίκων κατ επέκταση που διαπραγματεύονταν σκληρά ( και ορθώς) την τιμη των προιόντων τους.
Εδώ ένα απόσπασμα του διηγήματος που έχει κι αυτό την θέση του στην εργασία μου ως μέρος της λογοτεχνικής ιστορίας της επαρχίας :
« Προχτές έτυχε σε μια περιπλάνηση μου αφηρημένος να θαυμάζω την όμορφη δενδροσπαρμένη λεκάνη που σαν υπερφυσικό μπουκέτο από δένδρα , λαχανόκηπους και αμπέλια στεφανώνει την κωμόπολη Βελβεντό, η άφταστη εικόνα που παρουσιάζει το μοναδικό αυτό τοπίο ξύπνησε στη θύμηση μου παλιές αναμνήσεις … Τα δυο μικρά ποταμάκια που δίνουν ζωή στον τόπο αυτό κατεβαίνουν από τα Πιέρια περνούν μέσα από το χωριό σκορπούν κελαιδιστά και παιχνιδιάρικα στους καθάριους πλακοστρωμένους δρόμους για να βγουν και πάλι στα κάτω άκρα του Βελβεντού και να σκορπίσουν στους κήπους και τα χωράφια .
Μοιάζουν με πονετικές και τρυφερές Μάνες που χαιδεύοντας με ατέλειωτο χαμόγελο τα ζωηρά παιδιά τους από τα χάδια τα πολλά τα κάμνουν ιδιότροπα σαν τους γκρινιάρηδες αυτούς χωρικούς.
Ποτίζουν και γονιμοποιούν τα καλαμπόκια τους, τα καπνά ,τις μουριές και τους λαχανόκηπους καθαρίζουν το χωριό σκορπώντας τα γαλανά νερά τους στους κατηφορικούς πλακόστρωτους δρομάκους του και στο πείσμα της γκρίνιας που έχουν οι χωριανοί πάλι αυτά δίνουν αδιάκοπα και αδιαμαρτύρητα τον πλούτο και την ζωή στα χωράφια τους, κάμνουν τα ατέλειωτα τους δένδρα να θεριεύουν σε δενδροστοιχίες γύρω από τα κτήματα , τους γεμίζουν με φρούτα και λαχανικά και τους υπηρετούν ολημερίς. Το βράδυ σαν πάγουν να κοιμηθούν οι χωριανοί ,τα ποταμάκια αυτά τους νανουρίζουν με το γλυκό τραγούδι που τραγουδούν όλη τη νύχτα οι μικροί κελαιδιστοί καταρράκτες που κάμνουν τα νερά τους διασχίζοντας το κατηφορικό χωριό.
Αχ πόσο αχάριστοι είναι οι άνθρωποι ,ήθελα να πω πως αν μια μέρα σταματούσαν να τρέχουν τα νερά αυτά ,τότε θα καταλάβαιναν οι χωριανοί πως ζουν σ ένα παράδεισο που δεν ξέρουν να τον εκτιμήσουν όσο πρέπει και όσο του αξίζει.
Ξεχνά κανένας τα χρόνια του ,ο νους και η ψυχή ξαναγίνεται σαν του μικρού παιδιού γεμίζοντας από παιδιάστικες αθώες φαντασιώσεις όταν αφεθεί να θαυμάσει το μοναδικό αυτό τοπίο ρίχνοντας τις ματιές του μέσα στην ατελείωτη έκταση την γελαστή και γεμάτη δένδρα και οπωρικά σ ένα ορίζοντα που τον κλείνουν από τη μια μεριά τα Πιέρια δασωμένα ως τα ριζά τους και από την άλλη ο ποταμός ο Αλιάκμονας που μέσα σένα φράχτη από Λεύκες και Ιτιές κυλά με βουητό τα κατακάθαρα και διάφανα νερά του που μέσα τους φαίνονται τα πετραδάκια και η άμμος.
Και όλα αυτά να συνοδεύονται με μια μουσική σαν απ άλλο κόσμο με κελαιδίσματα από λογιών- λογιών πουλιά και το μουρμουρητό που κάνουν τα ποταμάκια τρέχοντας κατηφορικά και πηδώντας από το ένα στο άλλο κτήμα για να τα ποτίσουν .
Εκεί μέσα στα κτήματα αυτά ,τα καλοδουλεμένα και καλοπεριποιημένα σαν καλοχτενισμένες ομορφονιές, βρέθηκα να ξεμακραίνω το φετινό καλοκαίρι, ξεχασμένος χωρίς να νιώθω πως με τραβούσε η ομορφιά η φυσική. Είδα τότε ξαφνικά να πετάγεται μπροστά μου πίσω από μια τούφα θεριωμένες βατομουριές μια λυγερή ομορφονιά του χωριού ντυμένη μέσα σ ένα άσπρο σπιτίσιο λινό πουκάμισο κι ένα μαντήλι άσπρο στο κεφάλι για να μην την καίει ο ήλιος με γυμνά τα μαυροκόκκινα και στιβαρά ποδάρια της.
Κρατούσε στα χέρια μια σκεπαρνιά με μακρύ στυλιάρι και βιαστικά με χέρι στιβαρό άνοιξε μια ποριά στο ρέμα για να γυρίσει το νερό στο κτήμα της να ποτίσει.
Το λυγερό και σφιχτοδεμένο κορμί της με αγαλματένιες καμπυλότητες ξεχώριζε έξω από το κατακομμένο πουκάμισο της . Ήταν σαν νύμφη, μια Αμαδρυάδα ,μια νεράιδα που έπρεπε να βγει κι αυτή στη μέση για να συμπληρώσει άξια την εικόνα της εξοχής αυτής. Το σφρίγος και η γονιμότητα του κορμιού της έμοιαζε ταιριαστά με την γονιμότητα της γης που ήταν γύρω της, άθελα μου σχημάτισα στη φαντασία μου ένα γερό παλικάρι του χωριού και της δουλειάς που θάπρεπε να ξεπεταχτεί από κάπου κει ξαφνικά και ν αγκαλιάσει την λυγερή….. »

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου