Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

«ΚΑΙΡΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΟΣ» - ΚΙ Ο ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ ΑΛΛΙΩΣ

του Γιώργου Τσιουκάνη
Ένα από τα συμπτώματα της εθνικής μας κρίσης είναι και η αμηχανία που μας έζωσε, για το πώς «θα τη βγάλουμε» από δω και πέρα. Αμηχανία που προέρχεται από την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τις πολύπλοκες διεθνείς υποθέσεις αλλά κι από την απροθυμία μας να υπερασπιστούμε μια πατρίδα.
Την περιπέτεια στην οποία έβαλε τις τοπικές κοινωνίες ο Καλλικράτης, μπορούμε ως Βελβεντινοί να την διαβάσουμε και ως ένα τοπικό «ιδιαίτερο» μάθημα, που μας γίνεται για να περάσουμε, μαζί με την τοπική, και την μεγαλύτερη εθνική δοκιμασία.
Όσοι πρωτοστάτησαν, κι είναι οι πολλοί, να ανοίξει το αίτημα, άνοιξαν το δρόμο. Χωρίς την δράση τους, δεν θα είχαμε τώρα την ευκαιρία να θέλουμε κάτι καλύτερο. Ανάγκη να κρατηθούν οι θεσμοί της Αυτοδιοίκησής μας, ως θεσμίσεις-αγκωνάρια της τοπικής μας ταυτότητας, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες. Να μας πλάθουν, να τους πλάθουμε, να κοινωνούμε..
Σ΄ αυτό το πνεύμα και οι σκέψεις που ακολουθούν. Όσοι μας εμπιστεύτηκαν τους τοπικούς θεσμούς και ήδη αποχωρούν σιγά-σιγά, δεν έχουν πολλά να μάθουν από τις πολυλογίες μας. Είναι η αμηχανία των νεότερων που αναζητά μνήμη και ταυτότητα, ατομική και συλλογική, κόντρα στην παγκοσμιοποίηση της λήθης.
Α. (Ε)αυτό-διοίκηση ή ΄Ετερο-Διοίκηση;
O Καλλικράτης μας έχει φέρει σε μια περίοδο χωρίς Δήμαρχο και Δημοτικό Συμβούλιο, όταν πάντα κάτι είχαμε να συζητούμε για πράξεις και παραλήψεις τους. Έχουμε τώρα όλο το χρόνο να πιάσουμε από την αρχή την τοπική μας ιστορία και μνήμη, το πως φτάσαμε ως συλλογικότητα, μέχρις εδώ. Όχι για να ενισχύσουμε τοπικισμούς και φυλετικές ανοησίες, αλλά για να καταλάβουμε καλά τι είναι αυτό που μας εξεγείρει κατά του Καλλικράτη. Που έχει να κάνει με το τι είναι για τον καθένα μας σήμερα το Βελβεντό ως πατρίδα, από τη γενιά του ΄40 ως τη σημερινή του διαδικτύου. Όχι ως κάτι ιερό και μακρινό, αλλά ως τρόπος να συνυπάρχουμε. Ταυτότητα, προσωπική και συλλογική ψάχνουμε. Αυτό νομίζω βρίσκεται στο κέντρο όσων συμβαίνουν.
Επειδή η διοικητική μεταρρύθμιση του Καλικράτη, μιλάει για Αυτοδιοίκηση κι εννοεί Ετερο-Διοίκηση, θίγει το κέντρο αναφοράς της τοπικής μας κοινωνίας: την υπεράσπιση της ελευθερίας μας να είμαστε μια συλλογικότητα. Που θέλει, εκτός από πολίτης του κόσμου, Ευρωπαίος κι Έλληνας, να είμαι και Βελβεντινός, και να μοιράζομαι με άλλους πέντε χιλιάδες ανθρώπους, εντός κι εκτός Ελλάδος, έναν ιδιαίτερο τρόπο στις καθημερινές μου σχέσεις, με τους ανθρώπους και τα πράγματα.
Υπερασπίζοντας έναν τρόπο να συνυπάρχουμε στον ίδιο τόπο, θέτουμε και κοινωνικές προτεραιότητες. Τότε σχηματίζονται οι θεσμοί μας, με το πήγαινε-έλα ανάμεσα «εγώ» και «εμείς», «δημόσιο» και «ιδιωτικό» συμφέρον. Με τον ίδιο όμως τρόπο που βαφτίζουμε «Δημοκρατία» την σημερινή κομματοκρατία, με τον ίδιο τρόπο κινδυνεύουμε να βαφτίσουμε και ως Αυτοδιοίκηση την Ετερο-Διοίκηση.
Και συμβαίνει, αν η τωρινή διεκδίκησή μας περιορίζεται στο δικαίωμα να εκλέγουμε τους 5-6 που θα μας φροντίζουν για να κοιτούμε οι υπόλοιποι τις ιδιωτικές μας υποθέσεις. Τότε δεν υπερασπιζόμαστε τρόπο κοινωνίας αλλά τόπο, κάτι σαν ένα ιδιόκτητο οικόπεδο, όπου όλοι οι γείτονες είναι δυνάμει καταπατητές. Και την αδυναμία μας να τα βάλουμε με τους πραγματικούς υπεύθυνους, την εκτονώνουμε εναντίον τους, με φυλετικές προκαταλήψεις. Ή και αναμεταξύ μας. Σ΄ αυτήν την περίπτωση η πατρίδα περιορίζεται στο οικόπεδό μας. Και τότε, λιγοστεύουν και οι αντοχές μας απέναντι σε ένα κομματικό κράτος που δεν του «αρέσουν» οι διαφορετικότητες των τοπικών κοινωνιών.

Νομίζω ότι οι όποιες εσωτερικές διαφωνίες στην αντικαλλικρατική μας περιπέτεια, έχουν νόημα μόνο αν αναφέρονται σ΄ αυτή την διάκριση: υπερασπιζόμαστε τρόπο Αυτοδιοίκησης ή τόπο Ετερο-Διοίκησης; Από αυτήν την διάκριση θα κριθεί όλο το αντικαλλικρατικό μας εγχείρημα.
.Β. Γλιστρώντας συναισθηματικά στον τοπικισμό
Η μέχρι σήμερα διεκδίκηση βασίστηκε σε δράσεις όπως πορείες, διαδηλώσεις, απεργίες, κατάληψη χώρων, και γραπτά κείμενα κυρίως για τόνωση του συναισθήματος. Όπως γίνεται συνήθως σε ένα κόμμα ή σε μια συντεχνία. Που ναι μεν, στην αρχή κινητοποιούν συναίσθημα, κολακεύοντάς το, αλλά σε βάθος χρόνου μας αφήνουν ανυπεράσπιστους απέναντι σε κάθε πονηρή εξουσία, που χειρίζεται εύκολα τις συναισθηματικές εξεγέρσεις. Επειδή όμως η τοπική κοινωνία δεν είναι μήτε κόμμα μήτε συντεχνία, δεν βρίσκουν χώρο ν΄ ακουστούν όλες οι φωνές της και υποχρεώνονται σε ηχηρή αποχή αρκετές σκέψεις, ιδιαίτερα χρήσιμες σε τέτοιες συνθήκες, επειδή δεν αντέχουν μεγαλοστομίες και ιδιοτέλειες.
Η απειλή του Καλλικράτη δεν περιορίζεται στο να διοικούμαστε από δήμαρχο και δημοτικό συμβούλιο με έδρα τα Σέρβια. Απειλεί τη συνοχή της συλλογικότητάς μας, στην οποία συνυπάρχουν όλες οι ως τώρα κατακτήσεις της κοινωνίας, μαζί και με τις σημερινές μας αγωνίες. Χωρίς αυτήν τη συνοχή, θα μας ήταν αδιάφορο, το που θα μας πήγαινε ο Καλλικράτης - αν λεγόμαστε Βελβεντινοί, Σερβιώτες ή Καλαματιανοί.
Παράδειγμα : χάρις στη συνοχή της συλλογικότητας που κληρονομήθηκε από τους προηγούμενους, κατορθώθηκε δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο να ξεκινήσουν οι συνεταιρισμοί. Μέγα Αγκωνάρι που πάτησε πάνω σε παλιότερα. Η κίνηση του 20ου αιώνα, των συγχωριανών. Με μόνο το συναίσθημα, θα συνεχίζονταν το κλίμα του εμφυλίου, όπως έγινε στα πιο πολλά χωριά, και θα είχαμε αντί για συνεταιρισμό μεγαλεμπόρους, κι άλλους τόσους μετανάστες. Είναι για τον ίδιο λόγο, που οι διοικούντες τον Συνεταιρισμό δεν δίσταζαν «να στήνουν στην προυσλιά» τον κακό παραγωγό, δηλαδή στη ράμπα του συνεταιρισμού ώστε να φαίνεται απ΄ όλους, για να διορθώσει το ιδιωτικό προϊόν του, κι ύστερα να το παραδώσει στον δημόσιο θεσμό.
Υπάρχει όμως η συνοχή μας ως συλλογικότητα, ή υπερασπιζόμαστε κάτι που χάσαμε και θα θέλαμε να μην έχει χαθεί;

Το συναίσθημα από μόνο του, φωνάζει «…για το Δήμο μας θα δώσουμε και αίμα», και γίνεται τοπικισμός. Ο οποίος χρειάζεται και εσωτερικούς αντιπάλους, της ίδιας ποιότητος. Και οι δυο θέλουν Δημαρχείο κι όχι Αυτοδιοίκηση, μοιράζουν πιστοποιητικά Βελβεντινοφροσύνης, ψηφίζουν με «γραμμή» στις τελευταίες εκλογές του ΜΟΒ σαν να ήταν κόμμα που κινδυνεύει από την εκλογή των “άλλων”, θα πουν και ψέματα αν χρειαστεί, θα στιγματίσουν πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας που έδωσαν μέρος της ψυχής τους για το χωριό, θα κρυφτούν στην χυδαία ανωνυμία του διαδικτύου για να σπιλώσουν πρόσωπα και συνειδήσεις. Κι ενώ οι μεν θα βαφτίσουν κατώτερους τους γείτονες γλιστρώντας προς το φυλετισμό, οι άλλοι θα προτιμήσουν τους γείτονες προκειμένου να «γλυτώσουν» από τους 5-6 ντόπιους .
Ο τοπικισμός αρέσκεται σε ομιλίες σαν την τελευταία που παρακολουθήσαμε, όπου ο ομιλητής Δ.Π. μας κρατούσε ομήρους για μιάμιση ώρα, μιλώντας για τα πάντα, εξουθενώνοντάς μας, κι από ευγένεια να περιμένουμε πότε θα τελειώσει. Τέτοιες συναντήσεις οργανώνονται για την κολακεία του συναισθήματος – γι΄ αυτό και δεν προκαλούν συζητήσεις αυτογνωσίας. Όπως θα μπορούσε να είναι π.χ. μια ημερίδα για τον «κοινοτισμό σήμερα»- που είναι η καρδιά του αγώνα μας. Το συναίσθημα όμως που δεν παντρεύεται με την πραγματικότητα, ζητιανεύει την ταυτότητά του από τους εκτός.
Δεν ανησυχεί όμως για την κλειστή Παιδική Βιβλιοθήκη. Μήτε μπορεί να την ανοίξει, γιατί ο εθελοντισμός και η αλληλεγγύη είναι συνειδητή κι όχι συναισθηματική απόφαση. Είναι η βαθύτερη κατανόηση της σημασίας της Π.Α.Β. για τις μικρές ηλικίες που λείπει. Το ότι δηλαδή είναι το μόνο ανοιχτό παράθυρο για τα παιδιά της κλειστής μας κοινωνίας, απ΄ όπου μπορούν να σχετίζονται δημιουργικά με άλλους κόσμους και πολιτισμούς, εντός και, κυρίως, εκτός Ελλάδας. Κάτι που είναι γι΄ αυτά σήμερα τόσο σημαντικό όσο και το κολυμβητήριο. Επειδή αυτό δεν το έχουμε κατανοήσει καλά, μένει η Παιδική Βιβλιοθήκη κλειστή. Δεν είναι όμως το συναίσθημα που προέχει τώρα, αλλά η συνοχή της συλλογικότητάς μας.

Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ένα ανάλογο ποσοστό σαν το δικό μας θα προέκυπτε σε οποιοδήποτε μκρό Δήμο γινόταν δημοψήφισμα με το ίδιο ερώτημα, «Ανεξάρτητοι ή με τον Καλικράτη;». Γι΄ αυτό το 95% του δημοψηφίσματος, δεν μπόρεσε να αποτρέψει μια εσωτερική αμηχανία για το «που θα πάει το πράγμα», συνελεύσεις διαδοχικών μονολόγων αντί διαλόγων, εκδηλώσεις επιβεβαίωσης για τα εύκολα αντί στοχασμού για τα δύσκολα, γκρίνιες εναντίον του «Δήμου Σερβίων-Βελβεντού» (έχουν κι αυτοί την αυτοδιοίκηση που θέλουν), από τα μεγάλα θέματα μέχρι τις λακκούβες, καχυποψία στις συζητήσεις, αλλά, και κυρίως αυτό, σιωπή αρκετών συγχωριανών. Μήτε μπόρεσε να ενεργοποιήσει εθελοντικές δράσεις για την περίοδο της Αυτοδιοίκησής μας χωρίς Δήμαρχο και Δημοτικό Συμβούλιο, πέρα από κάποιες πρωτοβουλίες λίγων ατόμων.
Διεκδικούμε από ένα αναξιόπιστο κράτος την ελευθερία να είμαστε μια συλλογικότητα. Η συνοχή αυτής της συλλογικότητας είναι το αυτοδιοικητικό μας κεφάλαιο - όχι η ομοφωνία, αλλά η συνοχή. Ως εγγύηση και δυναμική των θεσμών, τέτοια που να μην διανοείται κανείς να τους δει ως εξουσία για προσωπική του ιδιοτέλεια, επειδή καιροφυλακτούμε οι άλλοι, ενεργοποιώντας το θεσμό να τον «εξοστρακίσουμε».
Το συναίσθημα όμως, από μόνο του, θέλει να εκτονωθεί, και εύκολα χειραγωγείται Και θα συνομιλήσει αν χρειαστεί και πελατειακά, με όλους τους υπεύθυνους που μας έφεραν σ΄ αυτό το χάλι, στα εθνικά και τοπικά θέματα. Επειδή για το συναίσθημα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αλλά τι αγιάζει το σκοπό; Μήπως αυτό που μας έλειψε για να ανοίξει η Παιδική Βιβλιοθήκη;

Γ. Κοινωνία του μέτρου
Το ξέχειλο συναίσθημα είναι σύμπτωμα παιδικής ηλικίας και δεν αρμόζει σε κοινωνίες που και ιστορία έχουν αλλά και μνήμη. Και γι΄ αυτό, από μόνο του δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτής της διεκδίκησης. Μας είναι όμως χρήσιμο ως προθάλαμος, για να κατανοήσουμε, αυτό το κάτι που είναι για τον καθένα το χωριό μας.
Νομίζω ότι αυτό που δίνει την ιδιαιτερότητα στην κοινωνία μας, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι ανάγκες επιβίωσης των ανθρώπων εδώ. Το «εγώ» και το «εμείς», το «ιδιωτικό» και το «δημόσιο», δεν έπαψαν να συγκρούονται διαρκώς, ψάχνοντας τόπο να συνυπάρξουν αρμονικά. Κατορθώματά τους είναι οι τοπικοί κοινωνικοί θεσμοί: στην οικονομία οι συνεταιρισμοί, στην πνευματική ζωή ο ΜΟΒ, στην εκκλησιαστική εμπειρία οι ενορίες, τα εκκλησιαστικά μυστήρια μαζί με τα πανηγύρια, στα ξωκλήσια το ιερό μαζί με το κοσμικό δωμάτιο δίπλα, τα καφενεία, οι γιορτές. Όλα τα παραπάνω με πολλούς αθόρυβους πρωταγωνιστές. Κι ούτε μια ταμπέλα να λέει ποιος έκανε το κάθε έργο. Για να χωρούν οι θεσμοί ακόμα κι όσους δεν τους στήριξαν ποτέ.
Αυτό δεν θα γινόταν κατορθωτό αν δεν είχε βρεθεί, τοπικά ένα μέτρο, ίδιο για τα ιδιωτικά και τα δημόσια. Κάθε τοπική κοινωνία έχει το δικό της μέτρο. Εμείς είμαστε κοινωνία ενός μέτρου, που η μεζούρα του εδώ, μεταξύ πολλών αρνητικών, όπως το «ισί μπουτί», είχε και πολλή εργασία, πολλή σιωπή, δυο αυτιά ανοιχτά κι ένα στόμα λιγομίλητο, αξεχώριστη την οικογενειακή νοικοκυροσύνη από την τάξη στο δημόσιο χώρο, ευσέβεια, ευπρέπεια στο δημόσιο χώρο, απέχθεια στο χρέος, «άπλωμα ποδιών ως εκεί που φτάνει το πάπλωμα», αργά και σταθερά βήματα, κι εμπιστοσύνη στο χρόνο που όλα θα τα βάλει στη θέση τους. Πάνω σ΄ αυτά τα θετικά πάτησαν οι θεσμοί και ρίζωσαν. Τα αρνητικά δεν αντέχουν στο χρόνο, όταν τα θετικά είναι ενεργά. Και γι’ αυτό όσοι κάθε φορά μας εκπροσωπούν σηκώνουν το μεγάλο βάρος να φανούν άξιοι να προσθέσουν κάτι σ΄ ό,τι τους παραδόθηκε.
Παράδειγμα: Οι κοινοτικές εκλογές του 1982 έγιναν μέσα στο κλίμα της έντονης πολιτικής ψευτοσύγκρουσης της εποχής μεταξύ «αλλαγής» και «συντήρησης». Κέρδισε η «αλλαγή». Αλλά τίποτε δεν θα μπορούσε να αλλάξει τοπικά κόντρα στην συνοχή της κοινωνίας,, άρα χωρίς και την συνεργασία των «αντιπάλων». Ένοιωσα προσωπικά αυτή τη ζεστή αγκαλιά της συνοχής της συλλογικότητας, σε δύσκολες ώρες του Δημαρχείου, από το ΄83 ως το ΄90 . Κι έτσι κατάλαβα ότι η διάκριση σε «συντηρητικούς» και «προοδευτικούς» δεν εκφράζει τίποτα στην τοπική μας συλλογικότητα.

Δ. Η κάθαρση - με κλειστή ή ανοιχτή τοπικότητα;
Τι από τα παραπάνω συνεχίζει να λειτουργεί στην καθημερινότητά μας;
Τι υπερασπιζόμαστε σήμερα; Τον τόπο μας ή τον τρόπο μας;
Η επωνυμία «Κοινωνία Πολιτών Βελβεντού» θέλει να εκφράσει κάτι που υπάρχει ή κάτι που χάσαμε και ευκαιρία τώρα να το ξαναθεσμίσουμε;
Ποια ήταν η τελευταία φορά που ακούστηκε δημόσια «συγνώμη» από εκλεγμένο μας; Ήταν εκκωφαντική η έκρηξη.
Γιατί ο λόγος των νέων δεν έχει φρεσκάδα ανατροπής, αλλά μιμείται εμάς;
Με τέτοια ερωτήματα ανοιχτά, αλλά κρυμμένα κάτω από το χαλί, μας βρίσκει ο Καλλικράτης. Μας έρχεται ως απειλή αλλά και ως κάθαρση: ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια όσα στοιβάχτηκαν από το ΄74 κι εδώ, μέσα μας: ατομικές και κομματικές περιπέτειες, προσωπικές και συλλογικές αναζητήσεις, αντιπάθειες πολιτικές και προσωπικές, αδικίες που κάναμε κι άλλες που νοιώσαμε, κυρίως για όσους μένουμε στο χωριό. Αλλά κυρίως οι σημερινές αγωνίες μας.
Στη μεταπολίτευση ήταν η κομματική προτίμηση που συγκροτούσε τις τοπικές συλλογικότητες, ειδικά για μέρη σαν το Βελβεντό, όπου οι εμφύλιες πληγές ακόμα και σήμερα υπάρχουν ανάμεσά μας. Η συνοχή της κοινωνίας αγροτών και μαστόρων, βοήθησε ώστε στη δεκαετία του ΄80 ένα μεγάλο μέρος της κομματικής πολιτικής να αναπτυχθεί και να εκτονωθεί γρήγορα, στο μεγαλύτερο μέρος της -τουλάχιστον γρηγορότερα από άλλες μικρές κοινωνίες – με κορυφαίο τίμημα τη διάσπαση του ΣΕΠΟΠ. Στις επόμενες δυο δεκαετίες, οι κομματικοί χώροι σιγά – σιγά κουράστηκαν. Άλλαξε εν τω μεταξύ και η σύσταση του πληθυσμού, με πολλούς εν ενεργεία και συνταξιούχους δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους. Η μόνη ευρύχωρη συλλογικότητα που απόμεινε πλέον, πέραν της Ελληνικής, ήταν η τοπικότητα που, αν δεν ξεπέφταμε σε τοπικισμό, θα λέγονταν «Βελβεντινότητα». Κι ενώ η μεταπολίτευση στην Ελλάδα ήταν «η συνέχιση του εμφυλίου με ειρηνικά μέσα», έφτασε και σε μας η παγκοσμιοποίηση των αγορών, που λέξη δεν θέλει να ακούει για έθνη, πατρίδες, τοπικές κοινωνίες και συλλογικές ταυτότητες, παρά μόνο για καταναλωτές.
Κάθε κλειστή κοινωνία όμως, έχει ανάγκη να είναι «κάτι», που να την διακρίνει από τις γειτονικές. Και η δική μας είχε τα συλλογικά της κατορθώματα, απ΄ όπου έπαιρνε επιβεβαίωση η συλλογική της ταυτότητα. Όσο όμως η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων έγινε υπόθεση όλο και πιο λίγων ατόμων, οι οποίοι για πάνω από δυο δεκαετίες συνεχίζουν να μας εκπροσωπούν, άρχισαν να πληθαίνουν όσοι δεν συμμετέχουν στα κοινά. Από κοντά οι προσωπικές αντιπάθειες αλλά και οι αυταρχισμοί διοικούντων. Αναπόφευκτα τότε και τα λάθη.
Κι έτσι περάσαμε σε λαϊκές συνελεύσεις ρουτίνας, όπου οι εκλεγμένοι δεν έρχονται για να γονιμοποιήσουν διάλογο αλλά για να κάνουν ανακοινώσεις και να εκμαιεύσουν συναινέσεις. Κι από την άλλη, σε αστήρικτες και συχνά χυδαίες κατηγορίες δημοτών εναντίον εκλεγμένων, ακόμα και για όσους ανιδιοτελώς, νύχτα και μέρα, φρόντιζαν κοινές υποθέσεις. Συμπτώματα κλειστής κοινωνίας που τρώγεται μέσα της και αναζητά απ΄ έξω τους σωτήρες. Έτσι μπορώ να καταλάβω π.χ. το φιάσκο «Χιονοδρομικό Α.Ε.», την ανάθεση του κληροδοτήματος στην Αθήνα (η μόνη μας ιδιοκτησία ) σε ιδιώτη, την σημερινή δυσκολία να ξαναενωθούν ΣΕΠΟΠ και ΔΗΜΗΤΡΑ, την κλειστή Παιδική Βιβλιοθήκη, τις γειτονιές να περιμένουν τον υπάλληλο με το ειδικό μηχάνημα να πλύνει τους κάδους σκουπιδιών, και τους νέους μας να βλέπουν ως «θλιβερή υποβάθμιση» (στην ιστοσελίδα νεολαίας) το να πλένονται σήμερα οι κάδοι από γειτόνισσες.
E. Αυτοδιοίκηση για την Αυτοδιάθεση – Και η Αυτοδιάθεση για Τί;
«Δεν ταιριάζει σε «αριστοκράτες» με τέτοιους προγόνους. Έτσι τους υπερασπιζόμαστε. Με τους θεσμούς που μας παρέδωσαν, όχι τους τόπους που μας άφησαν» (Θουκυδίδης, 5ος αι. π.Χ)
Η Αυτοδιοίκησή μας όλο και στενεύει και μας δίνεται τώρα η ευκαιρία να το κατανοήσουμε. Χωρίς αυτήν την κατανόηση, μπορεί να παραμείνουμε κλειστή κοινωνία και με ανεξάρτητο τον Δήμο. H κλειστή κοινωνία δεν αντέχει τον «άλλο» κι ανοίγεται προς τα έξω μόνο για να κολακευτεί. Όταν όμως νοιαζόμαστε, και για τους άλλους, εντός και εκτός, γινόμαστε κοινωνία ανοιχτή στον κόσμο και κοινωνία πολιτών - ακόμα και μέσα σε Καλλικρατικό Δήμο. Αρκεί η συνεργασία με γειτόνους να είναι επιλογή των κοινωνιών μας. Κι είναι για όλους μας χρήσιμο, να συμβάλλουμε ώστε να κατανοήσουν και οι γείτονες, ότι όφειλαν από την πρώτη στιγμή να συμπορευτούν στο αίτημά μας, γονιμοποιώντας έτσι και τη δική τους αυτοδιοικητική αυτοσυνειδησία.
Αυτοδιοικητική θα γίνει η διεκδίκησή μας εάν δοθεί, έστω και τώρα, μια απάντηση στο ερώτημα:
«Γιατί μια ολόκληρη κοινωνία, συνηθισμένη στη διαφάνεια των θεσμών, να διεκδικεί κάτι τόσο υψηλό χωρίς πυξίδα και να εξαρτάται, αποκλειστικά και μόνο, από τα «εάν» και «όταν» των επαγγελματιών πολιτικών της Αθήνας; Με ποια κριτήρια θα αποφασίσουμε να συνεχιστεί ή να σταματήσει η διεκδίκησή μας, αν μέχρι τις επόμενες δημοτικές εκλογές, δεν αλλάξει κάτι;».

Η απάντηση έπρεπε να δοθεί με την ίδρυση της ΜΚΟ. Αλλά έστω και τώρα. Όσο δεν ορίζουμε με σαφήνεια το πώς προχωρούμε, εκμεταλλευόμαστε, συνειδητά ή όχι δεν έχει σημασία, το συναίσθημα των συγχωριανών.
Νομίζω ότι ένα μπορεί να είναι το αυτοδιοικητικό κριτήριο: αν θέλουμε και μπορούμε, ως κοινωνία, όσο διαρκεί αυτή η εκκρεμότητα, να λειτουργήσουμε αυτοδιοικητικά, εξυπηρετώντας, εμείς τις ανάγκες που προκύπτουν. Μη αφήνοντας π.χ. κλειστή τη Βιβλιοθήκη και χάσκουσες τις λακκούβες, για να φαίνεται η ανεπάρκεια του «Δήμου Σερβίων-Βελβεντού». Να λειτουργήσουν ομάδες, επιτροπές, πρωτοβουλίες. Όπως γίνεται με τους φανούς. Που όταν τους ανάβει το Δημαρχείο, είναι τόπος και τζάμπα σουβλάκια. Αλλά όταν τους ανάβει η συλλογική ανάγκη της γειτονιάς, είναι τρόπος συνύπαρξης κι έκρηξη γιορτής, - ανοιχτό το σπίτι μας σ΄ όλους να γιορτάσουμε με ό,τι έχουμε. Το έζησα στο φανό της γειτονιάς μου, λίγες μέρες πριν. Υπάρχει ακόμα η σπίθα.
Η συλλογικότητά μας είναι τραυματισμένη. Το ένοιωσαν καλύτερα όσοι πήραν μέρος στις ως τώρα εθελοντικές κινήσεις. Ζητάει εθελοντές - αιμοδότες. Κι όπως κανείς δε σκέφτεται να βγεί από την εκκλησιά για να αποφύγει το δίσκο που θα περάσει σε λίγο, ας γίνει κι εδώ το ίδιο. Σ΄ αυτό το «δίσκο» ρίχνουμε εθελοντισμό κι αλληλεγγύη. Αν αδειάζοντάς τον, βρούμε μπόλικα κι από τα δυο, συνεχίζουμε αυτοδιοικητικά, ως κοινωνία πολιτών. Επειδή «πρώτα νικάς (μέσα σου) και μετά πολεμάς». Αν βρούμε να περισσεύει η αδιαφορία, γίναμε κοινωνία περιορισμένης ευθύνης - κι ας τελειώνει εδώ η περιπέτεια. Αλλά ό,τι κι αν προκύψει, θα αποφασίσουμε πατώντας στην πραγματικότητα. Με αυτοσυνειδησία.
Κάποια στιγμή αυτή η περιπέτεια θα τελειώσει, έτσι ή αλλιώς. Και είθε να ξαναποκτήσουμε την διοικητική μας ανεξαρτησία. Όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως έναν από τους θεσμούς της Αυτοδιοίκησής μας, με τους οποίους χαιρόμαστε την Αυτοδιάθεσή μας, ως τοπική κοινωνία που ανοίγεται, όλο και πιο συνειδητά, προς τον κόσμο όλο.
Ο Καιρός θα δείξει.
Γ. Τσιουκάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου