Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Είναι τελικά η ανάπτυξη μια έννοια αλληλένδετη με την ευημερία; Ποιές είναι οι μεταξύ τους διαφορές;

 Καθημερινά ακούμε στις τηλεοράσεις μας, διαβάζουμε στις εφημερίδες ,στα μπλόγκ και γενικότερα σε κάθε μέσο ενημέρωσης την λέξη ανάπτυξη. Έχουμε όμως άραγε αναρωτηθεί τι πραγματικά σημαίνει, ή απλά αποτελεί έναν ορισμό που εκκενώνουμε από περιεχόμενο όταν δεν έχουμε να πούμε κάτι ενδιαφέρον.
Άνθρωποι κουστουμαρισμένοι και σοβαροφανείς, κρυμμένοι κάτω από την προσωπίδα της δημοκρατίας , που συνεχώς υπονομεύουν και βυσοδομούν με τις πολιτικές αποφάσεις τους, υπόσχονται ένα καλύτερο αύριο χρησιμοποιώντας λέξεις όπως ανάπτυξη, ευημερία δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, κράτος πρόνοιας.
Η αναξιοπιστία και η ανασφάλεια που έχουν δημιουργήσει, έχουν κατακερματίσει τον ρόλο και τις αρχές του πολιτικού συστήματος, καθώς αντί να προασπίζουν το κοινωνικό συμφέρον, προβαίνουν συνεχώς σε αποφάσεις που διαβρώνουν τις αξίες , τα ήθη ,την παράδοση , την εγχώρια παραγωγή καταλύοντας αναφαίρετα συνταγματικά δικαιώματα.
Ας ξεκινήσουμε όμως να διαχωρίζουμε τις έννοιες της ανάπτυξης και της ευημερίας προκειμένου να καταλήξουμε σε ένα τελικό συμπέρασμα για τις διαφορές τους.
Η ανάπτυξη είναι κυρίως ένας ορισμός που προσδίδει χρησιμότητα στα άτομα, καθώς αναφέρεται σε ποσοτικά δεδομένα ,όπως την η αύξηση της παραγωγής, του εισοδήματος και της απασχόλησης ,της κερδοφορίας και των ρυθμών ανάπτυξης που κατατάσσουν μια χώρα στο γκρούπ των αναπτυσσόμενων η των αναπτυγμένων (βάσει ΟΟΣΑ ανεπτυγμένη θεωρείται μια οικονομία με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 12.000$ , ενώ αναπτυσσόμενη με κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω από 12.000$ .Η Eλλάδα θεωρείται αναπτυγμένη χώρα καθώς το Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ της ανέρχεται στα 17.000$ περίπου) Επομένως χώρες με αυξημένο Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ είναι ανεπτυγμένες (ΗΠΑ,  Καναδάς, Γερμανία, Γαλλία, Ιαπωνία κ.ά) , ενώ χώρες με χαμηλό είναι αναπτυσσόμενες (Χόνγκ Κόνκ , Σιγκαπούρη ,Ταιβάν , Ζαίρ, κ.ά ).
Το ερώτημα που γεννάται και εύλογα, είναι αν οι χώρες με υψηλό κατά Κεφαλήν εισόδημα ευημερούν πραγματικά. Για να υποστηρίξουμε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει θα αναφερθούμε σε ένα απλό παράδειγμα. Έστω ότι ζούμε σε μια οικονομία-κοινωνία στην οποία έχουμε μόνο ένα αγαθό παραγωγής (ψάρια ) και δύο συντελεστές παραγωγής ( γή, εργασία ). Τα οικονομούντα άτομα λοιπόν χρησιμοποιούν την λίμνη για να αντλήσουν το προιόν τους προσφέροντας την εργασία τους. Το προιόν αυτό το πουλάνε ή το ανταλλάσουν προκειμένου να καταναλώσουν άλλα αγαθά και να τακτοποιήσουν διάφορες υποχρεώσεις τους.
Έστω τώρα ότι στην περιοχή εισρέει κάποιο ξένο η εγχώριο κεφάλαιο (fund) , για την δημιουργία ενός εργοστασίου που θα παράγει ενέργεια. Αυτόματα μια τέτοια κίνηση θα αποκλίσει από την παραγωγική διαδικασία τους ψαράδες ,καθώς τα λύματα θα μολύνουν τα ύδατα , και έτσι αυτοί δε θα μπορούν πια να αντλούν το αγαθό ψάρι.
Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την λεγόμενη εξωτερικότητα (αρνητική ) που δημιουργείται με την προσχώρηση του κεφαλαίου που θα χτίσει το εργοστάσιο. Αρνητική διότι εκτός του ότι θα αφαιρέσει το δικαίωμα των ψαράδων να παράξουν το προιόν τους , θα μολύνει την λίμνη ,τον υδροφόρο ορίζοντα και θα σπαταληθούν οι  περιορισμένοι φυσικοί πόροι. Έτσι δημιουργείται διπλό πρόβλημα.
Από την άποψη της οικονομικής αποτελεσματικότητας αυτό το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί σχετικά εύκολα, αν το κράτος θεσμοθετήσει έναν νόμο που θα φορολογεί τα κέρδη του εργοστασιάρχη και θα τα αναδιανείμει στους ψαράδες για να αντισταθμίσει την απώλεια της παραγωγής τους. Όμως αυτό το γεγονός δε σημαίνει απαραίτητα και κοινωνική ισορροπία ,καθώς οι ψαράδες μέσω συνδικάτων θα πιέζουν συνεχώς την κυβέρνηση προκειμένου να αποχωρήσει αυτή η ‘’τοξική’’ επένδυση που μολύνει το περιβάλλον.
Έπειτα εάν βρεθεί μια συμβιβαστική λύση μεταξύ των δύο αντισυμβαλλόμενων πλευρών (δηλαδή αποζημίωση στους ψαράδες μέσω της φορολόγησης των κερδών του εργοστασιάρχη) , σε μακροχρόνιο ορίζοντα αυτό θα προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στο περιβάλλον το οποίο θα συνδυαστεί και με διατροφικό έλλειμμα, καθώς όσα ψάρια επιβιώσουν θα είναι αδύνατο να καταναλωθούν.
Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ότι είναι οικονομικά αποτελεσματικό δεν είναι απαραίτητα και κοινωνικά δίκαιο, όπως επίσης και στον συλλογισμό πως η ανάπτυξη δεν φέρνει ευημερία.
Τέλος ας αναφερθούμε στην απελευθέρωση του εμπορίου και των αγορών , καθώς και στο γεγονός πως αυτά τα δύο επηρεάζουν τα κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών.
Το εμπόριο γίνεται αντικείμενο διαμάχης όταν απελευθερώνει δυνάμεις που υπονομεύουν τις κοινωνικές νόρμες τις εμπεριεχόμενες στις εγχώριες πρακτικές.
Για παράδειγμα, δεν αισθάνονται άνετα όλοι οι κάτοικοι των προηγμένων βιομηχανικών κρατών με την αποδυνάμωση των εγχώριων θεσμών μέσω των δυνάμεων του εμπορίου , όπως όταν παιδική εργασία στις Ονδούρες αντικαθιστά εργαζομένους στη Νότια Καρολίνα ή όταν στη Γαλλία εφαρμόζονται περικοπές στα συνταξιοδοτικά επιδόματα σε ανταπόκριση προς τις επιταγές  της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η αίσθηση της ανησυχίας είναι ένας τρόπος ερμηνείας των απαιτήσεων για ‘’δίκαιο εμπόριο ‘’ ,που δεν καταπατά τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων (προστασία του κατώτατου μισθού , παροχές υγείας και ασφάλιση ) .Επομένως δεν μπορεί κανείς να ταυτίζει την ανάπτυξη με την ευημερία, διότι πέραν της διαφοράς τους στη μέτρηση (ποσοτική , ποιοτική ), μεσολαβεί και μια έννοια που ακούει στο όνομα της δικαιοσύνης και της εφαρμογής των νόμων.
Πρέπει λοιπόν πρώτα να δώσουμε βάση στην επίτευξη της ευημερίας , η οποία πρώτα ταυτίζεται με την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων, και μετέπειτα με τον προσδιορισμό εκείνων των χαρακτηριστικών που θα αυξήσει τους παραγωγικούς συντελεστές , την κατανάλωση και την κερδοφορία. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως την οικονομική ανάπτυξη και την εξέλιξη της επιστήμης την οφείλουμε πρώτα στους φυσικούς πόρους που δεν είναι ατελείωτοι, και γι αυτό το λόγο έχουμε δικαίωμα να τους προστατέψουμε από την ασυδοσία του κεφαλαίου και μαζί με αυτούς και τα δικαιώματα που έχουμε πρώτα ως άνθρωποι και μετά ως ‘’παραγωγικές μηχανές που καταναλώνουν ‘’

Εμμανουήλ Βαγενάς

Οικονομολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου