Το καλοκαίρι του 2010 η τότε Ελληνική Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ψήφισε την ένταξή μας στον μηχανισμό στήριξης της Ε.Ε σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF).
O στόχος που είχε τεθεί ήταν η μείωση του χρέους από το 120% στο 100% του ΑΕΠ μέσα στην τριετία 2010-2013, ώστε η Ελληνική Οικονομία να μπορεί να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις προς τους φορείς της (ΕΚΤ, Γαλλογερμανικές Τράπεζες, Ιδιώτες-ομολογιούχοι, Κεντρικές Τράπεζες άλλων χωρών της Ευρώπης) και να μπορέσει να καταστήσει το χρέος της βιώσιμο.
Τα μέτρα που επιβλήθηκαν ήταν εξ αρχής καταστροφικά, αφού ανάγκασαν την Ελλάδα να προβεί σε μια αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή απότομη και βίαια. Οι μαζικές απολύσεις στον δημόσιο τομέα, η μείωση κατά 20% των μισθών και των συντάξεων καθώς και η κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού ήταν μόνο η αρχή στο παζλ της σκληρής λιτότητας.
Το ερώτημα που γεννάται αρχικά είναι αν το μνημόνιο έφερε την κρίση στη χώρα μας,ή εάν η κρίση έφερε το μνημόνιο. Κατά την προσωπική μου άποψη ισχύει το δεύτερο, καθώς το πρόβλημα των ελλειμμάτων (δημοσιονομικών και εμπορικών) ήταν ένα φαινόμενο που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (1,2% έλλειμμα) και εκτοξεύτηκε την δεκαετία του 1980 και του 1990 (8,1% και 8,4% αντίστοιχα).
Το μεγάλο πρόβλημα που δημιούργησε αυτόν τον συνεχή και υπερογκώδη δανεισμό, δεν ήταν η άποψη πως ο Έλληνας πάντα ζούσε πιο πάνω από τις δυνάμεις του μιας και κατανάλωνε περισσότερο απo όσο παρήγαγε.
Το κυρίαρχο πρόβλημα εστιάζεται στο γεγονός πως οι χρηματοδοτικοί πόροι που εισέρρευσαν από το εξωτερικό,δεν χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα ώστε να τονώσουν την παραγωγική δραστηριότητα της χώρας προκειμένου να αποκτήσει εκείνα τα συγκριτικά πλεονάσματα (Τουρισμός, πρωτογενής τομέας, ναυτιλία, ενέργεια) που θα την ισχυροποιούσαν έναντι εξωτερικών οικονομικών απειλών (όπως αυτή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 από την Αμερική).
Η αύξηση των δημοσίων δαπανών έγινε για την απορρόφηση εργατικού δυναμικού που θα κάλυπτε θέσεις στην δημόσια διοίκηση οι οποίες δεν χρειάζονταν και πέραν του ότι επιβάρυναν συνεχώς τον κρατικό προϋπολογισμό, δημιουργούσαν και προβλήματα διαμεσολάβησης μεταξύ κράτους και πολίτη (τη λεγόμενη γραφειοκρατία).
Ας ξεκινήσουμε όμως να αναλύουμε το αρχικό ερώτημα αυτού του άρθρου, ύστερα από την μικρή αναφορά στις παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας.
Εάν η Ελλάδα προέβαινε εξ αρχής στον λογιστικό έλεγχο επί του χρέους θα μπορούσε να δικαιωθεί με βάση το Διεθνές Δίκαιο του ΟΗΕ, για την διαγραφή εκείνου του χρέους που είναι παράνομο να αποπληρωθεί μιας και καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εάν λάβουμε υπόψη μας όλα εκείνα τα σκάνδαλα που έλαβαν χώρα από την μεταπολίτευση και μετά που ήταν τοξικά(Κοσκωτάς, Χρηματιστήριο, Siemens, Βατοπέδι, λίστα Λαγκάρντ, εξοπλιστικά), τότε η χώρα μας θα είχε πολλές πιθανότητες να δικαιωθεί στο Διεθνές Δικαστήριο.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την αξίωση μας για την αποκατάσταση των ηθικών και οικονομικών καταστροφών από την Ναζιστική Γερμανία, τότε οι πιθανότητες για δικαίωση θα υπερέβαιναν τα όρια της θεμιτής διεκδίκησης.
Πέρα όμως από το ηθικό κομμάτι που δυστυχώς δεν μπορεί να κοστολογηθεί, υπάρχει και το οικονομικό κομμάτι που απορρέει από την γενικότερη διαχείριση στο θέμα του χρέους από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την κοινή νομισματική Ένωση του Ευρώ.
Η Ευρωζώνη δεν θα είχε κανένα συμφέρον να θέσει εκτός Ευρώ την Ελλάδα, πρώτον γιατί οι Γερμανικές Τράπεζες θα έχαναν τα αναμενόμενα κέρδη τους από την έκθεση τους στα ελληνικά ομόλογα, αναγκάζοντας το Γερμανικό δημόσιο να τις επιδοτήσει για να αντισταθμίσει τις κεφαλαιακές τους απώλειες. Αυτή η ενδεχόμενη κίνηση θα σήμαινε αύξηση των φορολογικών συντελεστών με ένα παράλληλο ξέσπασμα αντιδράσεων από τους Γερμανούς αλλά και από όλους τους Ευρωπαίους για τον τρόπο διαχείρισης της Μέρκελ, του Σόιμπλε και των υπολοίπων αξιωματούχων της στο ζήτημα διαχείρισης του Ελληνικού Χρέους.
Δεύτερον,σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από το Ευρώ,τα επιτόκια δανεισμού της Ευρωζώνης θα εκτοξεύονταν πάνω από το 4,5% (κατά μέσο όρο) λόγω της διευρυμένης ανασφάλειας που θα επικρατούσε, μιας και ένα μέλος θα είχε εγκαταλείψει την Κοινή Νομισματική Ένωση.
Η αβεβαιότητα, που θα είχε εξαπλωθεί, θα ανάγκαζε τους καταθέτες να αφαιρέσουν τις αποταμιεύσεις τους από τις Ευρωπαϊκές Τράπεζες, τους επενδυτές να αποχωρήσουν μέσω της μαζικής ρευστοποίησης των μετοχικών τους τίτλων και το Ευρώ θα κατέρρεε έναντι του δολαρίου.
Αν όλα αυτά τα σενάρια πραγματοποιούνταν,τότε η ΕΚΤ θα έχανε τον σταθεροποιητικό ρόλο της,καθώς δεν θα αναλάμβανε μία αύξηση στην προσφορά του χρήματος προκειμένου να αποκαταστήσει τις ζημίες που θα έχουν προκληθεί στο συνάλλαγμα, μιας και τα επιτόκια θα ήταν απαγορευτικά για την διενέργεια μιας τέτοιας πράξης.
Τρίτον,οι υπόλοιπες χώρες του Νότου με αντίστοιχα προβλήματα πιθανόν να ακολουθούσαν το παράδειγμα της Ελλάδας κηρύττοντας μαζική στάση πληρωμών απέναντι στους δανειστές τους. Αυτό θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα στο οικοδόμημα της Ευρωζώνης, καθώς το Ευρωσύστημα (EFSF)  θα αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει τα ελλείμματα της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.
Σε μια τέτοια ενδεχόμενη εξέλιξη λοιπόν η χρεοκοπία των κρατών μελών θα σήμαινε και την χρεοκοπία των τραπεζικών ιδρυμάτων (κυρίως των Γερμανικών) που θα αναγκάζονταν να κατασχέσουν μεγάλο μέρος της Δημόσιας και Ιδιωτικής περιουσίας ώστε να αντισταθμίσουν το κόστος για την απώλεια των κεφαλαίων τους.
Με λίγα λόγια η Ευρώπη θα φάνταζε σαν ένα τοπίο ύστερα από έναν πόλεμο (στα πλαίσια της οικονομικής καταστροφής) και θα προσπαθούσε να ανασυνταχθεί ξανά από την αρχή κάθε χώρα σαν μονάδα και όχι σαν σύνολο όπως πριν. Πρακτικά κάτι τέτοιο θα ήταν  πολύ δύσκολο για χώρες που δεν έχουν αυτάρκεια παραγωγής όπως είναι η Ελλάδα, όμως με το πέρασμα των ετών θα μπορούσαν να ορθοποδήσουν και να παρουσιάσουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς να παραχωρήσουν την εθνική τους κυριαρχία σε ξένες δυνάμεις.
Όποιο και αν είναι τελικά το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, όση πίεση και αν δέχεται ο μέσος Έλληνας προκειμένου να υποκύψει στις απαιτήσεις των δανειστών, αυτό που θα πρέπει να μας προβληματίσει όλους είναι το αν τελικά αυτή η Ευρώπη λειτουργεί με όρους αλληλεγγύης, ισότητας και δημοκρατίας ή τελικά είναι μια ένωση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των τραπεζιτών, των ολιγαρχών και εκείνων που θέλουν να υποκρύψουν τα σκάνδαλα από το φως της δικαιοσύνης.
Ας αναλογιστούμε ποια Ευρώπη θέλουμε λοιπόν και τι είμαστε διατεθειμένοι να χάσουμε για να την αποκτήσουμε. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως τα πάντα στην ζωή είναι ένα κόστος ευκαιρίας και πως αυτοί που αναλαμβάνουν μεγάλα ρίσκα είναι εκείνοι που θέλουν την πραγματική αλλαγή.
Βαγενάς Εμμανουήλ
Oικονομολόγος
Βελβεντό 10 - 8 - 2015