ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΒΕΛΒΕΝΤΟ ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΤΑ ΖΗΣΑΜΕ
Τόλιος Τσιανάκας
Από ό,τι μας διηγούνταν οι παππούδες μας, οι πατεράδες μας αλλά και εμείς προλάβαμε τον προηγούμενο αιώνα, και έως τη δεκαετία του 1960. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια.
Εκτός από τη φροντίδα που είχαν να προμηθευτούν για το χειμώνα τα απαραίτητα, αλεύρι, αλάτι, σαπούνι, πετρέλαιο, το γουρούνι που ταΐζαμε όλοι τότε στα σπίτια μας, τα ζαρζαβάτια, πατάτες, πράσα, λάχανα. Γιατί γινόταν πολλές φορές αποκλεισμός από το χιόνι.
Μεγάλη φροντίδα είχαν και τη θέρμανση, τα ξύλα το μήνα Σεπτέμβριο, γιατί τότε επέτρεπε η Δασική Υπηρεσία να μπαίνουν στο δάσος, φοβούμενη νωρίτερα την πυρκαγιά. Αλλά και τότε τελείωναν οι υλοτόμοι που υλοτομούσαν το δάσος, κόβοντας ξύλα, πεύκα κ.α. Ξεκινούσαν οι Βελβεντινοί νύχτα με τα ζώα τους προς τα πάνω στο δάσος, στα Πιέρια, φτάνοντας επάνω στην τοποθεσία Λιάχα, Παπαράκου καλύβια, Πάνω και Κάτω Κουπάνες, Θολόλακκα, Φλάμπουρο. Κι ακόμα πιο ψηλά στο γκόλιαβο, έως πίσω προς τη Μόρνα, (Σκοτεινά) δύο, τρεις ώρες να πάνε και δύο τρεις ώρες να γυρίσουν. Και με τσαρούχια στα πόδια για να φτιάξουν ένα και δύο φορτιά ξύλα. Γιατί τότε χρειάζονταν στο κάθε σπίτι 40 με 50 το λιγότερο φορτιά.
Ορισμένοι που είχαν γερά και άξια ζώα και νέοι, γεροί οργανισμοί πήγαιναν στην πέρα μεριά στα Ίμερα. Περνώντας τον Αλιάκμονα (ποτάμι που κατακλύστηκε από τη λίμνη Πολυφύτου) το φθινόπωρο πριν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια και είχε πολύ νερό. Εκεί στην τοποθεσία Γιασκάμι έχει ξύλο αγριελιάς και πουρνάρι που είναι αντοχής στη φωτιά. Όταν γινόταν κάρβουνα τα έβγαζαν στο μαγκάλι και ζέσταιναν πιο καλά το δωμάτιο. Και τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά εργαλεία. Μόνο τα τσεκούρια. Και με πολύ κόπο για να συμπληρώσουν τα φορτιά τους, βγάζοντας πολλές φορές στον ώμο τα φορτιά τους σε ίσιο μέρος.
Αυτά γινόταν μέχρι που έπιανε ο καιρός. Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη στη συνέχεια είχαν άλλη φροντίδα. Έπρεπε οπωσδήποτε να έχουν 40 με 50 φορτιά πουρνάρια και τσάκνα, κλαρίδια. Γιατί τόσα χρειάζονταν. 52 βδομάδες που είχε ο χρόνος χρειάζονταν ένα δεμάτι τη βδομάδα για να ψήσει η μάνα το ψωμί στο φούρνο. Αλλά και για να θερμάνει το νερό να πλύνει.
Κι όλες αυτές οι εργασίες γινόταν με τα ζώα. Μ' αυτά κουβαλούσαν τα ξύλα. Μ' αυτά πήγαιναν στα μοναστήρια, στα ξωκκλήσια. Μ' αυτά οι αγωγιάτες ταξίδευαν περνώντας μέσα απ' τα βουνά για να φτάσουν σε μακρινές πόλεις. Ακόμα και εκτός Ελλάδας πήγαιναν στη Σερβία, στα Μπιτόλια, στο σημερινό Μοναστήρι κ.α.
Ύστερα από τη δεκαετία του 1960 άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα. Όλοι πήραμε σιγά σιγά αυτοκίνητα, φορτηγάκια αλλά και σύγχρονα εργαλεία, μηχανάκια, αλυσοπρίονα και έγινε ευκολότερη η ζωή . Αργότερα περάσαμε καλοριέρ, καίγοντας πετρέλαιο, ηλιακούς θερμοσίφουνες. Και τώρα τελευταία που η οικονομική κρίση μας απειλεί ξανάρχισε πάλι ο κόσμος να κόβει ξύλα και να θερμαίνουν τα σπίτια τους με τζάκια. Ο καιρός, αγαπητά μου παιδιά, έχει γυρίσματα.
Έτσι με λίγα λόγια ήταν, έτσι μεγαλώσαμε πολλές οικογένειες μεγάλες που πρόκοψαν στα γράμματα και στις τέχνες. Έτσι κι εμείς πηγαίνοντας στο σχολείο κάθε πρωί παίρναμε από το σπίτι ένα ξύλο στη μασχάλη για να ζεσταθούμε.
Έτσι το ζήσαμε κι έτσι το ζούμε το αγαπημένο μας Βελβεντό.
(Το κείμενο αυτό του τοπικού μας λαογράφου Τόλιου Τσιανάκα,δημοσιεύεται για πρώτη φορά και το έγραψε ο κ. Τόλιος ειδικά για τους μαθητές του σχολείου μας,στα πλαίσια της εργασίας μας για το δάσος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου